Αν και δεν έχω παιδικές μνήμες από ιδιαίτερη πατρίδα αφού είμαι γέννημα θρέμμα του κέντρου και παρακολουθώ από κοντά όλες τις εξελίξεις , έχω δημιουργήσει δικές μου ιδιαίτερες πατρίδες – φυγή .Μία από αυτές είναι ..η Μακρυνίτσα όπου παίρνω τα βουνά με τη γκλίτσα μου -για να μη γκρεμοτσακιστώ στα αφημένα καλντερίμια- και περπατάω ώρες μέσα στη φύση .Αυτή είναι για μένα η πραγματική πολυτέλεια. Διάβασα αυτό το υπέροχο εντιτόριαλ του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου στη Lifo και ταυτίστηκα στο 100%. Διαβάστε το κι εσείς γιατί πραγματικά αξίζει..
Το τέλος μίας ιστορίας αγάπης
Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, για να τα κάνω δυσκολότερα θυμάμαι το νησί μου. Τις καλές στιγμές – κυρίως τα φοιτητικά καλοκαίρια. Την απλή ζωή, τους συγγενείς που με φωνάζουν με το παρατσούκλι μου και τους γείτονες που βλέπουν ακόμα πάνω μου το παιδί με τα κοντά παντελόνια. Και, βεβαίως, τη θάλασσα και τα βουνά. Δεν είναι νοσταλγία – απλώς, ωφελιμισμός. Ήρθα στην Αθήνα επειδή ήταν πιο συναρπαστική. Δεν είναι πια.
Είναι όλα δύσκολα πια και οι άνθρωποι έχουν αγριέψει. Μυρίζει το χνότο τους, γυαλίζει το μάτι τους. Το Σ/Κ μου έσπασαν δεύτερη φορά την πόρτα του αυτοκινήτου (ένα σαράβαλο 15 ετών) και από τον φίλο μου άρπαξαν, τρέχοντας, από τα χέρια του το κινητό, την ώρα που μιλούσε. Εικόνες δυστυχίας παντού στο Κέντρο. Οι δρόμοι σαν να ‘χουν λουφάξει από μια ουράνια σφαλιάρα. Τι γυρεύω εδώ πέρα;
Δεν ξεχνώ. Όταν «τα ουράνια ρόδα με το αμαυρότατον πέπλον σκέπαζη η νύκτα», επανέρχονται οι γνώριμες, βαθιές εικόνες. Αναβλύζουν, χωρίς να το θέλω. Οι παλιοί μου φίλοι είναι ακόμα εκεί. Το σπίτι που γεννήθηκα. Η μάνα μου. Ο αδελφός μου. Οι καβάτζες μου. Κάθε μέτρο χώμα που έχω πατήσει. Σε μια εποχή δυστυχισμένων αλλαγών, δεδομένου ότι δεν πιστεύω σε θρησκείες, με κυριεύει αυτό που νομίζω σταθερό (αν και δεν είναι τόσο): το χώμα μου.
Ναι, δεν πιστεύω ότι οι ιόνιοι ζέφυροι χαϊδεύουν, τώρα που μιλάμε, το στήθος της Κυθερείας. Τα ίδια βάσανα έχουν οι άνθρωποι παντού. Αλλά, στην επαρχία το μέγεθος του προβλήματος μού φαίνεται διαχειρίσιμο. Γιατί η κοινωνία, όσο σκοτωμένη κι αν είναι, έχει ακόμα κάποια αλληλεγγύη – στη γειτονιά πάμε ένα πιάτο φαΐ στη μοναχική γριά, στο ποτάμι. Το δίχτυ, τρύπιο, κρατάει ακόμα όσους πέφτουν στο κενό. Εδώ, έχουμε χάσει όλη την ησυχία μας και (όσοι τα ψιλοκαταφέρνουν) το τεκμήριο της εντιμότητας. Μένω ακόμα στο νοίκι και ακούω σπόντες για το ποιόν μου. Από τους χειρότερους.
Και η δουλειά μου; Λατρεύω το χαρτί (και δεν συμφωνώ καθόλου ότι θα πεθάνει, απλώς θα αλλάξει ρόλο) – δόξα τω θεώ, όμως, υπάρχει και το ίντερνετ. Ήδη το νέο σάιτ μας το διαβάζουν περισσότεροι άνθρωποι από ό,τι το print (βέβαια, έχει δεκαπλάσια ύλη). Διευθυντής του είναι ο Άρης στη Θεσσαλονίκη και το δουλεύουμε καμιά δεκαπενταριά άτομα, στο γραφείο βεβαίως, αλλά και σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Η βάση μας είναι στο διάστημα!
Από την άλλη, με πιάνει και το πείσμα. Δηλαδή, θα αφήσουμε αυτή την πόλη στη μοίρα της; Αφού κάναμε το κέφι μας, την παραπετάμε; Εδώ ζήσαμε με ένταση! Δημιουργήσαμε. Ερωτευτήκαμε. Γλεντήσαμε. Φτιάξαμε σπίτια και τ’ αφήσαμε. Έτσι απλά χωρίζει κάποιος;
Δεν έχω ιδέα. Θέλω να πάρω τα βουνά, αλλά ακόμα κάτι με κρατάει. Η άνοιξη στις λωρίδες του ποταμιού και τις γραμμές του τρένου. Το φρεσκοτυπωμένο φύλλο. Μια βόλτα, μόνος, τη νύχτα σε συνοικίες που δεν ξέρω. Το Κέντρο που αισθηματοποιήθηκε ολόκληρο για μένα. Φιλεί το ίδιον κύμα, οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι το σώμα και το στήθος των παιδιών στο Γκάζι.
Διστάζω σαν πόλη.