Ενα σούπερ μαγέρικο αποκαλύπτει ο Μιχάλης Μιχαήλ της Lifo στα «Ημερολόγια Κουζίνας « του! :
Παίρνω τηλέφωνο για κράτηση, τώρα είμαι γεμάτη, αφήνω όνομα, θα με ξαναπάρει. Με παίρνει μία ώρα μετά, άδειασε ένα τεσσάρι, τέλεια, θα πάμε στις τρεις. Το Μαγέρικο της Νάγιας είναι η νέα μου ανακάλυψη (ψέματα λέω, η Μαρίνα Φωκίδη το ανακάλυψε και μας πήγε) και η τρανή απόδειξη πως τα ωραία πράγματα (ακόμα και στο φαγητό) είναι ωραία ανεξάρτητα από ταμπέλες και αξιώσεις. Κάπου στην Καλλιθέα, αυτό το συγκεκριμένο μαγαζί σερβίρει αριστουργήματα και τα δίνει χωρίς προσχήματα. Μια μικρή κουζίνα και μια γυναίκα που ξέρει να τη διοικεί. Μια σάλα επενδυμένη με ξύλο, πέτρα, αναμνηστικές φωτογραφίες, μπουκάλια κρασί και άλλα πράγματα, απ’ αυτά που κάνουν τα «λαϊκά» μαγαζιά ζεστά και μας θυμίζουν, συνήθως, πράγματα παλιά και πολύ συμπαθητικά. Καθόμαστε, έξω βρέχει και παραγγέλνουμε από τον κατάλογο που είναι πιο ενδιαφέρων από πολλούς καταλόγους γκλαμουράτων νεοελληνικών εστιατορίων. Κατσικίσιο τυρί τυλιγμένο σε φύλλο στο τηγάνι, με μαρμελάδα σύκο, αριστουργηματικό σταμναγκάθι βρασμένο στην εντέλεια, φάβα με τηγανητό χταπόδι, ένα μεγάλο λαχματζούν με μπόλικο μαϊντανό και τόλμη στα μπαχάρια, σαλάτα πολίτικη που έχει μαριναριστεί όσο πρέπει και καίει λίγο στην άκρη της γλώσσας, κατσικάκι τσιγαριαστό με πατάτες ανάκατο στο πιάτο και ένας κόκορας κοκκινιστος με μακαρόνια και μια σκούρα βαριά σάλτσα, όπως την κάνουν στα Επτάνησα. Ακόμα και το ψωμί που ήρθε στο τραπέζι ήταν ζυμωτό και μύριζε ωραίο, ζωντανό προζύμι. Αυτά δοκιμάσαμε, αλλά υπήρχαν κι άλλα, το ίδιο καλά. Από κάτι κλεφτές ματιές που έριξα στην κουζίνα είδα πλήρη οργάνωση-τάξη, φαρμακείο. Όλα υπολογισμένα στην εντέλεια και πολλή σοβαρότητα. Παραγγείλαμε ένα καλό κρασί, μας το άδειασαν σε κανάτα για να ανασάνει και μας το σέρβιραν σε ωραία ποτήρια. Σκέφτηκα τότε πόσες φορές πίνουμε κρασάκια σε «καλά» μαγαζιά που μας τα βάζουν σε κάτι κρασοπότηρα του ’70 που ούτε να τα κρατήσεις καλά-καλά δεν μπορείς… Σεβάστηκα αυτό το μαγαζί που μακριά από τις φανφάρες του κέντρου μαγειρεύει με κέφι και σκέφτηκα πως εδώ είναι το μέτρο της ελληνικής κουζίνας. Αλλά, δυστυχώς, είμαστε συνήθως πιο κάτω. Για γλυκό, φάγαμε ένα ελληνικό cheese cake αρωματισμένο με ροδόνερο και αντί για μαρμελάδα αγριοκέρασο, είχε κάτι σαν ελαφρύ χουσάφ. Αριστούργημα. Στον δρόμο για το σπίτι σκεφτόμουν όλη αυτήν τη φάση με τα εστιατόρια της Αθήνας. Όποιος ασκεί το άθλημα του να τρώει έξω σε αυτή την πόλη έχει φάει πολύ σκουπίδι κι έχει εκπλαγεί ευχάριστα εκεί που δεν το περίμενε. Δεν είναι λίγες οι φορές που αυτό που παρήγγειλες (διαβάζοντάς το από τον κατάλογο) δεν έχει σχέση με αυτό που προσγειώθηκε στο τραπέζι σου. Οι ατέλειες και οι απροσεξίες αντιστρόφως ανάλογες με τις τιμές και τις υποσχέσεις. Σου την έχουν πει σερβιτόροι, έχεις καθίσει σφηνωμένος σε μια γωνία που χωράει δύο και συ έχεις κάνει κράτησει για τέσσερις, έπινες όλο το βράδυ γαλλικά κρασιά και ο σερβιτόρος σε κερνάει καραφάκι house wine (αυτό είναι αλήθεια), σου έχουν επιβάλει να φας κάτι που δεν θες κ.λπ… Είναι τόσο πολλά που στο τέλος τα αντιμετωπίζεις με συμπάθεια. Και μετά, πας κάπου που δεν περιμένεις τίποτα και είναι όλα βασιλικά, ή τουλάχιστον όπως θα ‘πρεπε να είναι. Και εκεί διαπιστώνεις τη μαγεία των εστιατορίων, τη σπουδαιότητα του να τρως έξω! Πρέπει να λέμε τον καλό το λόγο για τα καλά τα μέρη και τουλάχιστον να σιωπούμε για τα χάλια. Αλλιώς, θα τρώμε πάντα μέτρια.