Η αγαπημένη μου Ρίκα Βαγιάννη περιγράφει το πρώτο της Πάσχα στο Περθ Αυστραλίας..
Πέρασα την Κυριακή του Πάσχα σπίτι μου, παρέα με τριάντα από τους πιο στενούς μου και αγαπημένους φίλους. Λίγο καιρό πριν, δεν γνώριζα καν το όνομά τους ή την ύπαρξή τους.
Στο Περθ, εδώ στην Αυστραλία, η ..ελληνική κοινότητα είναι μεγάλη – και στην Ανάσταση έχει την ευκαιρία να βροντοφωνάξει την παρουσία της μ’ ένα υπέρλαμπρο «Χριστός Ανέστη» κι ένα ποτάμι από κεριά και ψαλμωδίες στους αυλόγυρους των μεγάλων ορθόδοξων εκκλησιών της πόλης.
Η Κυριακή του Πάσχα όμως, εμάς, τους καινούριους, μας βρήκε ας πούμε, «ορφανούς». Σόγια δεν είχαμε να πάμε. Μέρες δεν είχαμε για εκδρομή, ή διακοπές (το Καθολικό Πάσχα ήταν μια εβδομάδα πριν). Ο καιρός αμφίβολος, φθινοπωριάζει εδώ.
«Σπίτι σου θα έρθουμε», είπε η παρέα. Φρικίασα. «Ξέρετε, δεν μπορώ, θα λείπει ο άντρας μου, χάλασε η παπουτσοθήκη, πονάνε τα μαλλιά μου», κάτι πορτογαλικά ψέλιζα, αφού δεν άντεχα την ιδέα ότι θα ενσκήψει στα νοικιασμένα ντουβάρια μου ένας στρατός φωνακλάδων Ελλήνων (με τα παιδιά τους) και θα έπρεπε να ετοιμάζομαι μια εβδομάδα πριν – και να καθαρίζω μια εβδομάδα μετά. Α – και αφού τα λέμε όλα – είχε ξυπνήσει και ο θείος Σκρούτζ μέσα μου, και σκεφτόμουν και τα τάλιρα για το τραπέζωμα, τα οποία ήταν μακράν, πολύ μακράν των δυνατοτήτων μου.
«Μην είσαι ανόητη. Έχεις τη μεγαλύτερη αυλή και υπόστεγο άμα βρέξει. Λέγε ό,τι θέλεις, εμείς σπίτι σου θά ‘ρθουμε. Και πού είσαι, μην υπολογίζεις κεφάλια, θα φέρουμε και όποιον ξέμπαρκο βρούμε, οπότε μην υπολογίζεις αριθμό, όσοι είναι, θα έρθουμε… Ρεφενέ.»
Μερικές φορές η απόσταση επιταχύνει τις φιλίες, αναδεικνύει το προφανές και διαλύει τις τυπικότητες. Υποτάχθηκα στη μοίρα μου, αλλά η διάθεσή μου δεν ακολουθούσε. Το βράδυ της Ανάστασης το πέρασα βλέποντας δρακουλιάρικα θρίλερ, ολομόναχη – σε κατάσταση φρικτής μελαγχολίας. Όντως έλειπε ο σύζυγος – χειρότερο, μάλιστα, έλειπε στην Ελλάδα και το ακόμα χειρότερο – έλειπε στο νησί «μας». Ανάσαινε όσα δεν ανασαίνουμε, μύριζε όσα δεν μυρίζαμε, αγκάλιαζε όσους τόσο μας έλειπαν. Δεν ήθελα να δώ ούτε πουλί πετούμενο, όχι να κάνω την οικοδέσποινα σε μερικές δεκάδες άγνωστους, στην ουσία, ανθρώπους.
Ξημέρωσε Λαμπρή. Σηκώθηκα σκοτεινή. Βαριά. Ισα- ίσα έκανα πέντε δουλειές, (όσα βλέπει η πεθερά) έβαλα είκοσι μπύρες και μια βότκα στο ψυγείο, έστρωσα ένα κόκκινο τραπεζομάντηλο με λίγο ψωμί, ελιές και φέτα στο τραπέζι – και περίμενα αμήχανη. «Πάσχα μέσα στο φθινόπωρο;» σκεφτόμουν, πού ακούστηκε…» Έκανα πρόβες το χαμόγελό μου στον καθρέφτη, να μη βγει εντελώς προσποιητό. «Αν υπάρχεις Θεέ μου και αναστήθηκες, είναι μια καλή στιγμή να στείλεις ένα Εντερπράιζ να με διακτινίσει κάπου αλλού: Δεν θέλω να κάνω Πάσχα με ξένους!»
Λένε πώς η νοσταλγία είναι γλυκός πόνος. Παπάρια γλυκός είναι. Μια μαχαιριά στα σωθικά, κάτι σαν να σου ξεριζώνει τα σπλάχνα ένα αόρατο δρεπάνι, το γαμημένο άλγος του νόστου. Θα προτιμούσα μια απονεύρωση. Τέλος πάντων, ακούω πόρτες, έρχονται οι πρώτοι, “Mediterraneo” στα ηχεία για να σπάσει ο πάγος. Πες ότι είναι μια εορταστική εκπομπή, θυμάσαι; Το έχεις ξανακάνει αυτό – σε μια άλλη ζωή, πάτα τα σωστά κουμπιά, ο σκηνοθέτης στο ακουστικό: Κράτα ένα αβγό στο χέρι: Χαμογέλα. Φώτα, κάμερα, πάμε.
Και μετά άρχισαν να έρχονται. Μέσα σε μία ώρα το σπίτι γέμισε, όχι από ανθρώπους, ούτε από φαγητά – ή μάλλον όχι μόνο απ΄ αυτά: το τραπέζι με τις ελιές, τη φέτα και το ψωμί φορτώθηκε πίττες στριφτές, τσικουδιές, μεζέδες, σαλατικά, τσουρέκια και σοκολατένιους λαγούς με τεράστια αυτιά. Το σπίτι γέμισε από κάτι «άλλο». Αυτό που έλειπε, αυτό που έφταιγε. Η Τζίνα – που τη γνώρισα μόλις μεγάλη Πέμπτη – έφερε τα αυγά: Βαμμένα με κατακόκκινη «Ανατολή» κι ένα καλάθι με χρωματιστά, για τα παιδιά. Κι άλλα παιδιά, άλλων φίλων, που έγιναν όλα ένα κουβάρι, ζωάκια και αφοσιώθηκαν με όλη τους την ψυχή στο ξεσήκωμα της γειτονιάς, το γκρέμισμα του σπιτιού και το ξεθεμέλιωμα του κήπου – κι ας μην γνωρίζονταν ένα λεπτό πριν από κείνη την ώρα.
Τα μιμηθήκαμε προσεκτικά. Σαν παιδιά ή σαν Έλληνες. «Δεν είναι Πάσχα, αν δεν χορέψουμε», με πιάνει ένα χέρι από την κουζίνα και με σέρνει στην αυλή για έναν χοροπηδηχτό Καλαματιανό που αρχίζει στον Μόντρεαλ και τελειώνει στα Ζαρουχλέϊκα, μέσω Σίδνεϋ.
Άγνωστοι χτες, συγγενείς εξ αίματος σήμερα. Κρασιά, μέλια, γεύσεις, ρίγανες, μπακλαβάδες υγροί, τσιγάρα στα τασάκια, λουλούδια στα βάζα, χειρονομίες, μουσικές κι ένα αρνί Κινγκ-Κονγκ που έκανε το τραπέζι μου να τρίξει: λαχταριστά σουβλιστό από τους Έλληνες που δουλεύουν το μαγαζί στην παραλία – δεν μπορούμε να έρθουμε, έχει πέσει δουλειά αλλά πάρτε μας τηλέφωνο να μας πείτε αν ψήθηκε καλά».
Εφτά ώρες και δεν είπαμε τίποτα για τον Άκη, τις εκλογές η το μνημόνιο. Τι να πούμε; Αν δεν ήταν όλα αυτά, δεν θα ήταν σχεδόν κανείς τους εδώ κι αυτή η μέρα, αυτό το Πάσχα, δεν θα συνέβαινε ποτέ. Παιδιά της κρίσης, οι περισσότεροι σ’ αυτή την αυλή, ανάμεσα στις φρεσκοποτισμένες γλάστρες, δίπλα στη θάλασσα: Κάτω από έναν ουρανό τόσο γαλάζιο κι ένα αεράκι τόσο δροσερό, που αν δεν ήταν τα ελικόπτερα (ψάχνουν για καρχαρίες) πάνω από το κεφάλι μας, θα ξεχνιόμαστε να νομίζαμε πως είμαστε ο καθένας στη δική του πατρογονική θάλασσα.
Τρώγαμε, κατεβάζαμε τσικουδιές και λέγαμε ιστορίες από τα χωριά μας, «Από πού ήρθες εσύ; Τι δουλειά κάνεις; Πώς τη βγάζεις;». Συγκρίναμε γεύσεις, θυμόμαστε φρίκες από βεγγαλικά και κροτίδες (στην Αυστραλία απαγορεύονται), κυνηγούσαμε τα παιδιά μας να φάνε μια μπουκιά φαϊ ή να βάλουν ένα πουλόβερ «άσε με ρε μάνα, παίζω τώρα». Μύρισε αυγό και τσουρέκι. Στο τραπέζι της κουζίνας μαζεύονταν χρήματα για τα έξοδα. Ντράπηκα πολύ – «κόψε τις βλακείες. Είπαμε- ρεφενέ».
Πάσχα ρεφενέ, ψυχή ρεφενέ. Πάσχα των Ελλήνων και Λαμπρή στην καρδιά μου. Τους έβλεπα να φεύγουν, νύχτα πια και μ΄έπιανε σφίξιμο. «Που πάνε οι φίλοι μου;» ρωτούσε ο μικρός. «Γιατί δεν μένουν εδώ;»
Στην παρέα είχα φέρει και μια δική μου φίλη: Αυστραλέζα. Έτσι. Επειδή τη γουστάρω. Η εμπειρία της από Έλληνες ήταν φριχτή – είχε μπλέξει μ’ έναν αρχιπαπάρα στο Λονδίνο, της έκανε τη ζωή μαύρη. Στην αρχή κλώτσησε «τι με σέρνεις εδώ, αφού ξέρεις, το ελληνικό δεν είναι το είδος μου, θα θυμηθώ τα δικά μου, θα με πιάσει κατάθλιψη». Έφυγε τελευταία και κατασυγκινημένη.
«Αυτό που έζησα σήμερα… ξέρεις…»
«Ξέρω».
«Αν δεν το έβλεπα, δεν θα το πίστευα. Τόσοι άγνωστοι άνθρωποι, με τόσο διαφορετικές πορείες, ενωθήκατε και περάσατε τη μέρα έτσι ζεστά, αγαπημένοι, σαν φίλοι από χρόνια, τι λέω, σαν οικογένεια. My God, Rika, όταν είστε κακοί, είστε οι χειρότεροι. Αλλά όταν είστε καλοί… τι να πω… είστε οι καλύτεροι των καλύτερων. Αυτό που έζησα σήμερα ήταν ένα θαύμα της αγάπης».
Άφησα το σπίτι επίτηδες ακατάστατο. Ήθελα να ξυπνήσω το πρωί και να δώ το τραπέζι με τα τσουρέκια, τα σπασμένα τσόφλια και τα κουλουράκια, να ζεσταθεί η ψυχή μου από τη θράκα της χτεσινής, αιφνίδιας Πασχαλιάς.
Τη νύχτα είδα και όνειρο, πως ο Σκοτ, λέει, με διακτίνιζε πίσω στο Εντερπράϊζ . Πριν εκραγώ, στον ύπνο, σαν ήσυχο βεγγαλικό, σε δισεκατομμύρια σταγόνες φωτοενέργειας, ήρθε ο δόκτωρ Σποκ στον θαλαμίσκο.
Και μου ψιθύρισε πώς είναι «γλυκιά η ζωή, κι ο θάνατος μαυρίλα».