Το ελπίζω ολόψυχα όπως φαντάζομαι το ελπίζουν και κάποιοι από αυτούς που εργάζονται στην πάλαι ποτέ, πλέον επικερδή (δια της πλαγίου, άνευ αποδείξεων και με μποτίλια μπόμπα χαρακίρι) βιοτεχνία ψυχαγωγίας της χώρας. Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι; Εξαιρετικοί μουσικοί που χάριν μεροκάματος είδαν τα καλύτερα τους χρόνια να χαραμίζονται μπαρουτοκαπνισμένα, πίσω από άφωνα βιζιτοειδή ξέκωλα αλλά και αρκετοί τραγουδιστές, που αναγκάστηκαν λόγω γεωγραφικής ονομασίας προέλευσης και διαμονής, να υποστηρίξουν την τελευταία τους δισκογραφική δουλειά και εν γένει την καλλιτεχνική τους αξιογαμησιμότητα, σουρνώμενοι ως το πρωί σε φονικές πίστες του τρόμου, προσπαθώντας να επιβιώσουν ανάμεσα σε ξαναμμένους βουκόλους που με το I phone στο χέρι (κι αφού χορέψουν σε παραλλαγή του υπέρβαρου παραπληγικού το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας) απαιτούσαν φωτογραφικό ενσταντανέ με το «ταλέντο» αγκαλιά.
Κι αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα που ΔΕΝ συμβαίνει στο φετινό πρόγραμμα της Άννας Βίσση «12», κάθε Παρασκευή και Σάββατο στο Rex, με τη συμμετοχή της Μαίρης Λίντα και των Wedding Singers και την καλλιτεχνική επιμέλεια της Μυρτώς Κοντοβά. Δεν ανεβαίνει κόσμος στην πίστα, και ευλογημένο το όνομα του Υψίστου. Γιατί, ούτε η Βίσση, ούτε η Κοντοβά αντιλήφθηκαν το εγχείρημα τους σαν πίστα. Και αυτό χρειάζεται ιδιαίτερα κοχόνες, από την ώρα που το επιχειρούν σε ένα χώρο που έχει πολλάκις ταυτιστεί με αυτήν την έννοια. Σαν μουσική παράσταση το είδαν εξ’ αρχής, μέσα στην οποία θα μπορούσαν να συνυπάρξουν (και συνυπάρχουν) δάνεια. Κι από πίστα (μένει το γαρύφαλλο, και το ποτισμένο σε φιάλη kefi, φεύγει ο αγωγιάτης, η σεξουαλική του στέρηση και η επίδειξη του τρακτέρ του) κι από musical performance, κι από πάρτι, κι από pop ρετρο medley κι από μεταλλαγμένο μπουζούκι προσαρτημένο στην εξάτμιση τριαξονικής ηλεκτρικής κιθάρας. Θέλει και κόπο θέλει και τρόπο για να πετύχει κάτι τέτοιο, θέλει κι ένα ταλέντο στο κέντρο δράσης, εν προκειμένω την ίδια τη Βίσση, που παρά τις «κακοτοπιές» με τις οποίες μπορεί κατά καιρούς (όπως όλοι μας) να έχει φλερτάρει, διατηρεί σε παλλόμενη και μεταδοτική ένταση, ατόφιο κάτι από το οποίο έχουν παραιτηθεί προ πολλού οι περισσότεροι συνάδελφοι της στην υπερπροσπάθεια τους να είναι διασκεδαστικοί: το ανθρώπινο στοιχείο της. Σε αντίθεση με την φιγούρα της νυχτερινής βιονικής γυναίκας και του ατσαλάκωτου κοστουμαρισμένου βάρδου, η αμεσότητά της Βίσση on stage, ούτε προκάτ είναι ούτε υπόκειται σε προσυμφωνημένες, κακοσκηνοθετημένες τσαχπινιές.
Γιατί προκύπτει σαν memo από τις δικές της επιθυμίες και όχι σαν δανεική μοντερνιά. Και ακριβώς επειδή ούτε εκείνη ούτε η Κοντοβά με την νυχτερινή τους πρόταση ισχυρίστηκαν ποτέ ότι ανακάλυψαν την πυρίτιδα, έκαναν κάτι που επικοινωνείται στον κόσμο, εξ’ αιτίας του ότι δεν χαρακτηρίζεται από έπαρση αλλά από χαρά εφ’ όσον αυτό είναι και το ζητούμενο στις αντιδράσεις σου. Σε μια performance (επιμένω στον όρο) που σκηνοθετικά φαίνεται να οδηγείται από μια απλή οδηγία: «Σπάσε την πόζα, δεν έχουμε πρόζα». Οδηγία που η Βίσση ακολουθεί όχι μόνο στα fun κομμάτια της βραδιάς αλλά ακόμα κι όταν «βουτάει» στη λαϊκή δραματικότητα του προσωπικού της ρεπερτορίου. Απορρίπτοντας την επίδειξη της κορόνας για χάρη της κορόνας, και νοιώθοντας ελεύθερη (και γι αυτό πιο εκφραστική από ότι την άκουσες ποτέ τα τελευταία χρόνια) να ποντάρει στην προσωπική της, βιωματική και «αλανιάρικα» παθιασμένη σχέση με αυτό που τραγουδάει, και πάνω από όλα, επιτρέποντας, σε όλους όσους είναι μαζί της στη σκηνή, να λειτουργήσουν σαν σύνολο στο οποίο ενίοτε ηγείται, αλλά όταν χρειάζεται, το ακολουθεί. Τρεις διαφορετικές γενιές, από την ασταμάτητη Μέρι Λίντα, μέχρι τους «παλαβωμένους» Wedding Singers, την ίδια τη Βίσση, την αγριεμένη ορχήστρα και ακόμα και αυτά τα κατακαημένα σε άλλες περιπτώσεις αλλά υπέροχα στημένα εδώ, background vocals, κάνουν ασταμάτητα για πέντε ώρες, ενέσεις βλαστοκυττάρων ο ένας στον άλλο, ενοποιώντας «χημικά» τις αισθητικές, ηλικιακές και ενεργειακές τους διαφορές, σε ένα ελιξίριο αποδεδειγμένης αναζωογονητικής δράσης. Που το καταλαβαίνεις σαν εφέ, όταν 5 το πρωί βγαίνεις από το Rex, χωρίς τη θαμπή ρυτίδα της ξενυχτισμένης μπουζουκοκούρασης, αλλά με νέο δέρμα, μέσα έξω. Κυριολεκτικά.
«12» – ΑΝΝΑ ΒΙΣΣΗ, “REX”
IT’S THE END OF “ΒΟUZOUKIΑ” AS WE KNOW IT?
Oλα τα παραπάνω γραμμένα από τον ταλαντούχο κύριο Τάσο Θεοδωρόπουλο (tazthebuzz@facebook.com)