Ποιος το περίμενε Βαγγελάκη.Αυστηρέ κριτή των πάντων, τηλεοπτικών και μη αστέρων με αυτό το ύφος και το χιουμοράκι το τόσο παλιακό, εσύ που κρίνεις όλο τον κόσμο…με άνεση και απαιτείς να μη κρίνεσαι…Ποιός το περίμενε λοιπόν να βγαίνει αυτός ο «μικρός» Κώστας Γεωργουσόπουλος και να γράφει ύμνους για τον Σεφερλή; Ξέρεις μωρέ…Για τον Μάρκο που του έσκαβες χωρίς λόγο το λάκο στον ΑΝΤ1; Για τον Σεφερλή που δε μπορούσες να δείς…διότι όποτε μιλούσες γι αυτόν είχες ενοχλήσεις στο στομάχι; Για τον Μάρκο που δε μάσησε και βγήκε και σε ξεμπρόστιασε στο Λιαγκοσκορδεϊκο; Έλα τώρα που δε θυμάσαι. By the way…θέλω να σου ζητήσω συγνώμη. Ένα μεγάλο ΣΥΓΝΩΜΗ που σε έβαλα μές τον δεκαπενταύγουστο να ψάχνεις στο google για μένα-γιατί οι καρέκλες είναι άνετες εκεί στην εφημερίδα και δε σηκώνεσαι εύκολα ε;-και μου αφιέρωσες μια σελίδα. Επέλεξες και ωραίες φωτογραφίες ρε αλάνι…Σήμερα…
δεν απαντώ σε αυτό. Απαντά ο Κώστας Γεωργουσόπουλος μέσα απο ένα κομμάτι του στα ΝΕΑ. Και αναφέρεται σε έναν τυπάκο που εσύ φρόντισες να θάψεις. Και το κάνω για σένα. Για να καταλάβεις τόσο εσύ αλλά κι ο κόσμος το κριτήριο σου…
Λαϊκό σατιρικό θέατρο
Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Πόσες φορές και συχνά επιπόλαια δεν έχει γραφεί ακόμα και για παραστάσεις στην Επίδαυρο που θεωρούνται κιτς πως «θυμίζουν «Δελφινάριο». Και είναι επιπόλαιες οι κρίσεις γιατί υποκύπτουν σε…μια σειρά από λανθασμένες ταξινομήσεις και αξιολογικές κλίμακες. Από την εποχή του Φώτου Πολίτη που είχε κατατάξει την επιθεώρηση στον πάτο του θεατρικού σκουπιδοτενεκέ κανένας σοβαρός κριτικός όχι μόνο δεν την είχε σε υπόληψη αλλά δεν γράφονταν κριτική για επιθεωρήσεις ακόμη και της μεγάλης ακμής την περίοδο (1940-1967). Επρεπε μετά το 1970 μια νέα γενιά κριτικών και κυρίως ο Λιγνάδης, ο Βαρβέρης και ο υπογραφόμενος να σκύψουν και να δουν με άλλο, ιστορικό και αισθητικό μάτι το ένδοξο αυτό και αποκλειστικά διεθνώς ελληνικό θεατρικό υβρίδιο. Η επιθεώρηση αντλεί φρέσκο υλικό από την πολιτική καθημερινότητα έως την εποχή που προλαβαίνει τα πράγματα η τηλεόραση. Ακρογωνιαίος λίθος του επιθεωρησιακού είδους είναι ο ηθοποιός. Αυτός ο πολυμήχανος μίμος, τραγουδιστής, χορευτής, χρήστης των ιδιόλεκτων (εφήβων, ντοπιολαλιών, υποκόσμου, αλλοδαπών) και χαρισματικός διαλεκτικός στην επικοινωνία του με το λαϊκό κοινό. Μέγας αυτοσχεδιαστής και συχνότατα συν-γραφέας του κειμένου – νούμερου.
Αυτό το υποκριτικό θηρίο πρέπει να έπεται και να προηγείται άλλου θηρίου και εντός δέκα λεπτών να σχεδιάσει τύπο, να εφεύρει σλόγκαν, να βρει τον σατιρικό πυρήνα – στόχο του, να τον σχολιάσει και στιχουργικά πάνω σε γνωστά τραγουδιστικά σουξέ και να αφήσει φεύγοντας από τη σκηνή ανεξίτηλο στίγμα. Ενας τέτοιος μίμος αλλά συνάμα και συγγραφέας είναι ο Μάρκος Σεφερλής. Και να μην ξανακούσω για «Δελφινάριο», γιατί θα αξιώσω αν είναι καλλιτέχνης του θεάτρου ή διανοούμενος ο τιμητής να μου πει αν μπορεί να πράξει επί σκηνής και να διεκπεραιώσει τόσα μιμήματα άλλος σήμερα έλληνας ή και ξένος νουμερίστας.
Αυτό το μιμητικό θηρίο έως τρεις περίπου ώρες στο «Δελφινάριο» Παρασκευή βράδυ με 1.200 θεατές μονοπωλεί τη σκηνή, τραγουδά, χορεύει, ακροβατεί, αυτοσχεδιάζει, μεταμορφώνεται (σε γριά, σε Πάττυ, σε κομπάρσο σε πειρατικό σίριαλ, μπαλαρίνα, μάγκα τεμπελχανά, «ευαίσθητο» μόδιστρο αλλά και χαρισματικό κομφερανσιέ που κρατάει σε εγρήγορση και άμεση επικοινωνία το κοινό μισή ώρα. Βρίσκει περιστασιακούς στόχους μέσα στο κοινό και κλιμακώνει μέχρι απογειώσεως τα πειράγματά του, κατορθώνοντας να βάλει μέσα στο θεατρικό παιχνίδι και τρεις τέσσερις θεατές, παίζοντας μαζί τους κάθε βράδυ νέο νούμερο. Βασικός συμπαίχτης και… συνένοχος επί σκηνής ο Γιάννης Καπετάνιος και από κοντά ο έμπειρος Γιώργος Πετρόχειλος και δύο σταθερές και γράφουσες στο είδος κυρίες, η Αρετή Ζαχαριάδη και η Βασιλική Αγγέλη. Ο νεαρός Στέλιος Κρητικός συμπληρώνει τον εξαμελή θίασο! Πού ακούστηκε επιθεώρηση με έναν κυρίαρχο νουμερίστα. Και όμως, ο Σεφερλής δεν κουράζει, είναι συνεχώς απροσδόκητος και δεν φείδεται αυτοσχεδιαστικών τεχνασμάτων.
Αυτά. Άντε καλημέρα τώρα και καλή σεζόν