Η πρώτη μέρα του Πάσχα με βρήκε στο γραφείο. Βλέπετε για μια ακόμη χρονιά περάσαμε εκπληκτικά, οικογενειακά αλλά στην Αθήνα. Δεν είμαι από αυτούς που αρέσκονται στο να διασκεδάζουν στις πλάτες άλλων ούτε να πηγαίνω κάπου τζαμπουϊτα. Δε μου λείπει κάτι. Ούτε και ζηλεύω την φυλή των δήθεν που ακόμη ζεί και βασιλεύει στην Ελλάδα. Και πιστέψτε με. Αν και στο σπίτι…πέρασα υπέροχα.
Ωστόσο χθες με πήρε η νύχτα καθώς μιλούσα με έναν έμπιστο του πάλαι ποτέ κραταιού εκδότη, οποίος περιμένει ακόμη να πάρει περίπου 32.000 ευρώ που του χρωστάει…Συνομίλησα για αρκετή ώρα μαζί του και αποφάσισα να σας μεταφέρω μέρος του διαλόγου μας. Να πάρετε μια γεύση από την καθημερινότητα του βαψομαλλιά που χρωστάει σε όποιον μιλάει Ελληνικά…αλλά παρ όλα αυτά και φέτος έδωσε το παρών στο Νησί του Αιόλου!
«Καθισμένος στο γραφείο μου από ξύλο ιτιάς, άκουγα τη κομματάρα «Ιτιά Ιτιά λουλουδιασμένη». Μόλις το τραγούδι έφτασε στο στίχο »σκύψε να κόψω τον ανθό», έσκυψα για να πιάσω τον επίχρυσο Mont Blanc μου, που είχε πέσει στο μαρμάρινο πάτωμα.
Κάνοντας μια απότομη κίνηση για να τον πιάσω, το φτηνό μου παντελόνι απο κασμίρι, βαμβάκι και μετάξι, σκίστηκε στο καβάλο. Πριν προλάβω να ρίξω καντήλια χτυπά το τηλέφωνο και μου λένε πως θα έρθει καλεσμένος στην εκπομπή μου, η ταλαντούχα τραγουδίστρια Χυμούδη. Αμέσως δέχτηκα, γιατί είναι και φιλαράκι το κορίτσι. Άναψα ένα πούρο, τράβηξα μια βαθιά τζούρα και είπα με μια νηφαλιότητα, «ναι».
Οι σκέψεις μου γύριζαν σε όμορφες στιγμές κι αναμνήσεις. Το μυαλό μου έκανε κλικ, θυμήθηκα το «plits», το Life-Stalin, τα όμορφα μοντέλα που ποζάραν στα περιοδικά μου, τα γλειφιτζούρια που τρέχαν απο πίσω μου για να δημοσιεύσω τις επωνυμίες των μαγαζιών τους, το περιοδικό Niva, το Bitro το Up Town άλλες καινοτομικές δημιουργίες που είχα προσφέρει στο χώρο της Show Biz.
Θυμήθηκα την «Ποπομάκο» και ένα Πομάκο που του έδωσα μεροκαμάτι, γιατί τον λυπήθηκα. Μετά έφαγα κάτι φλασιές από τις Πασχαλινές διακοπές μου στη Μύκονο. Καθόμουν θυμάμαι στη Ψαροταβέρνα του Billy του Χλέμπουρα και έγραφα κάτι στίχους…
«Σαν βγεις στον πηγαιμό για τη Μύκονο
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος
γεμάτος χρήματα, πτώχευση και καλό παραμύθι
Τους κομματόλες και τους βουλετάκιες, απο κοντά να έχεις
κι ό,τι σου πουνε στα κρυφά, κάντο και μην απέχεις…»
Το πούρο τελείωσε και μαζί με αυτό θυμήθηκα την κατάρρευση της Ποπομάκο. «Πτώχευσα και σώθηκα»! «Ας είναι καλά η Πολυξένη που με τράβηξε απ’ το αυτάκι και μ’ έβαλε στη θέση μου», σκέφτηκα…
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ και η Πολυξένη μπήκε στο γραφείο. Πετάχτηκα σαν μαϊμού που έψαχνε μπανάνα. «Τι θέλεις μωρό μου» της είπα χαϊδευτικά. «Κόψε μου μια επιταγή» μου λέει απότομα. «Ό,τι θέλει το μωράκι μου» της απαντώ και της κόβω 15.000 για ν’ αγοράσει τσαντούλες. Η πόρτα έκλεισε και το τηλέφωνο χτυπά ξανά. Ήταν ένας πρώην εργαζόμενος της Ποπομάκο. Πριν προλάβει να μιλήσει του λέω σε έντονο ύφος. «Δεν υπάρχουν λεφτά ρε μαλάκα»! Και του κλείνω το τηλέφωνο στη μάπα.
Η ώρα περνούσε δημιουργικά. Έπαιζα αρκετή ώρα με την γραβάτα μου από μετάξι, κι ύστερα άρχισα ν’ απαριθμώ πόσα Rolex είχα στο συρτάρι του γραφείου μου. Αργότερα βρήκα μια βελόνα και μια κλωστή, και ξεκίνησα να ράβω το καβάλο του παντελονιού. Για κακή μου τύχη έραψα τα τρυφερά μου μαζί με το καβάλο. Πήρα τηλέφωνο έναν έμπιστο γιατρό και έκλεισα ραντεβού για να ρυθμίσω το θέμα. «Έτσι και το μάθαινε η Πολυξένη θα με χώριζε», σκέφτηκα.
Ο χρόνος ήταν περιορισμένος, έπρεπε να φύγω για γύρισμα στο κανάλι και στα καπάκια να ταξιδέψω για Μύκονο αφού πρέπει να μείνω σωστός απέναντί στους Fans μου και ν΄ανεβάσω εικόνες στο Instagram. Ελπίζω μέχρι να σκάσω στην πλατεία να έχει περάσει ο πόνος. Αν και όταν άρχισε η εκπομπή δεν σηκώθηκα καθόλου απ’ το γραφείο. Όταν ένιωθα πόνο έπιανα τη γραβάτα μου, τάχα να τη φτιάξω. Η εκπομπή κύλησε ομαλά με τη Χυμούδη να τραγουδά το «Ψηλά Πιγούνια» ενώ εγώ έπιανα διακριτικά τη γραβάτα. Απο εκείνο το βράδυ, μου έγινε συνήθεια το χέρι μου να πηγαίνει στο κόμπο της γραβάτας αυθόρμητα.
Έχω ένα κόμπο στο λαιμό
που είναι πιο κάτω όμως
μην πιάνεις φίλε τη κλωστή
άγραφος είναι νόμος…