Διαμαρτυρήθηκε ο Νίκος Μουτσινάς, επειδή το κανάλι του έδωσε περισσότερο χρόνο για την εκπομπή του. Ε…και; Χέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι. Κάθισα λίγο και το σκέφτηκα παραπάνω και έτσι μου ήρθε μια ιστορία που θα μπορούσε άνετα να γραφτεί και σε βιβλίο. Ένα μυθιστόρημα εντέχνως γραμμένο για όσα συμβαίνουν πίσω από τις κάμερες. Κατά την υπνοθεραπεία μου κι αφού σκιάχτηκα βλέποντας τον Νίκο να βγαίνει από τη Θάλασσα μετά την εικονική βάφτισή του ώς το απόλυτο ταλέντο της λάντζας, κρατούσα σημειώσεις…οι οποίες ξεκίνησαν κάπως έτσι…
Πένα, πενάκι μου ποιος είναι ο καλύτερος συγγραφέας; Αναφώνησε ο Μούτσος και άρχισε να γράφει ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Τα Βίτσια». Είχε μεγάλα βίτσια στις προσωπικές του στιγμές, γι’ αυτό προσπάθησε με περίσσια οιστρογονική επίδραση, να περάσει καινοτομικούς χαρακτήρες στο έργο του. Μία αλλοδαπή, ένας καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος, μία υστερική, ο κλασικός ελληναράς (βαρβάτος) άντρας, μία γεματούλα και μία γριά, συνθέτουν μια παράσταση που πρέπει σίγουρα ν’ αποφύγει κάποιος, για λόγους νευρολογικούς.
Ο Μούτσος, έχοντας μια σχετική φήμη από την εκπομπή του «Χέστε τους», δε σταμάτησε να κάνει έναν δεύτερο Πουλόπουλο, στο κανάλι της λάτζας. Σχολιάζοντας βιντεάκια, περιτυλιγμένα με αστεία, βουτηγμένα σε ξινό γιαούρτι, απασχολεί το κοινό του. Ένα κοινό, άνω τον 60 που αναπολεί τα βλάχικα κοτσομπολιά, στα χωριά της επαρχίας.
Δια της ασχέτου επαγωγής, ο Μούτσος καταλήγει σε κυνικά συμπεράσματα και φτιάχνει τα δικά του φαινομενικά όρια στον κόσμο της Τέχνης.
Η άτεχνη Τέχνη του επιβιώνει απο την τηλεοπτική του σταδιοδρομία, ενώ δεν έχει ακόμα καταλάβει πως στις παραστάσεις του, το κοινό φεύγει απο την έξοδο κινδύνου, για ν’ αποφύγει το παλιομοδίτικο χιούμορ του, τις στοιχειωμένες κομπλεξικές του τάσεις και την γυαλάδα του καραφλού λόφου που στάζει απο ιδρώτα, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της ασχετικότητας που λέει: «Μην χτυπιέσαι κουλή, όταν θέλουμε θα γελάσουμε».
Ο Μούτσος, για περισσότερη εισπρακτική επιτυχία, δεν ξεχνά να βάζει στις παραστάσεις την Πούλια Κοντοπούλια, γνωστή στα στρώματα της Τέχνης, που ξεκίνησε τα πρώτα της βήματα σε τηλεοπτικά μπαλκόνια, κάνοντας τη γλάστρα και μετά σε βλάχικους ρόλους που την απογείωσαν, προσγειώνοντας τον κόσμο σε επίπεδα υστερίας!
Σε υστερία έφτασε και η Φεγγαράκη, που μην μπορώντας ν’ αντέξει τον Μούτσο, κόντεψε να του φέρει το τακούνι στον γοητευτικό λόφο του. Αυτά βέβαια συμβαίνουν πίσω απο τις κάμερες, ενώ η Παλιού προσπαθεί να περισώσει τις σχέσεις του πολυτάλαντου συγγραφέα, παρουσιαστή και Αρλεκίνου.
Το ταλέντο της Λάτζας σβήνει σιγά σιγά, αλλά δεν σταματά να κρατά γερά τα φουστάνια της Πούλιας που λάμπει από ταλέντο «υποχρεωτικό»! Νιώθει υποχρεωμένη να είναι ταλαντούχα, μαζί με το φίλο της που κι αυτός νιώθει υπόχρεος, σε μια υποχρεωτική εμπορική συμφωνία, για παραστάσεις ποιητικής άτεχνης Τέχνης.