Το πρόσωπο με τον καταλυτικό ρόλο στην ιστορία που αφηγείται η Γιάννα Αγγελοπούλου στο βιβλίο της είναι ο σύζυγός της Θόδωρος Αγγελόπουλος. Πριν από την έλευσή του, η Γιάννα Αγγελοπούλου, η οποία αφηγείται την παιδική ηλικία της στην Κρήτη, για να ξεκινήσει τον αγώνα της μαχόμενης δικηγορίας και έπειτα της πολιτικής, είναι μια νέα γυναίκα σαφώς δυναμική, με «υπερμεγέθη προσωπικότητα» και ομολογημένη «περιφρόνηση για ανόητους κανόνες», με συναίσθηση της θηλυκότητας της και λατρεία σε ό,τι την προβάλλει (ρούχα, καλλυντικά κ.λπ.) και η οποία προχωρεί στη ζωή χάρη στην άκαμπτη θέλησή της, όπως αναφέρει σε αποσπάσματα από το βιβλίο ο Στέφανος Κασιμάτης στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής.
Είναι όμως και ευάλωτη, λ.χ. κλαίει με μαύρο δάκρυ όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν την περιλαμβάνει στο ψηφοδέλτιο των πρώτων εκλογών του 1989.
Η συνάντησή της με τον κ. Αγγελόπουλο τη μεταμορφώνει στη «σιδηρά κυρία» που γνωρίσαμε μέσω της διοργάνωσης των Ολυμπιακών. Γι’ αυτό και η αφήγηση των περιστάσεων υπό τις οποίες αναπτύχθηκε το ειδύλλιο τους είναι πλούσια και -περιέργως- αρκετά γαργαλιστική. Μαθαίνουμε για την ευθύτητα της προσέγγισής του, την περίφημη λιποθυμία της στο Φανάρι, την παιγνιώδους διαθέσεως πρόσκλησή του «για λουκούμι» στο ξενοδοχείο του μετά το δείπνο, για το σχόλιο του μακαρίτη πρέσβεως Χρήστου Μαχαιρίτσα: «Αν ήμουν στη θέση σας και με κοιτούσε έτσι ο κ. Αγγελόπουλος κι εγώ θα είχα λιποθυμήσει», αλλά και για την εξέλιξη της σχέσης σε δεσμό σε ένα τραπέζι του Abreuvoir.
Στον πολιτικό κόσμο, αντίστοιχο στήριγμά της -αν και τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις- είναι ο Κώστας Σημίτης. Αυτός της προτείνει, στη δεξίωση προς τιμήν της Χίλαρι Κλίντον, την προεδρία της επιτροπής διεκδίκησης των Αγώνων του 2004 και της προσφέρει τις δυνατότητες που η ίδια απαιτεί. Αποδέχεται και ο τότε δήμαρχος Δημήτρης Αβραμόπουλος «χλωμιάζει από τον θυμό του».
Είναι επειδή τη φοβάται, γράφει, καθώς είναι «ο τυπικός πολιτικός που δεν κάνει τίποτε από την πραγματική δουλειά, αλλά είναι πάντα έτοιμος να καρπωθεί τα εύσημα για τα επιτεύγματα των άλλων».
Περιγράφει με γλαφυρότητα την υπονόμευση του ρόλου της από το περιβάλλον του κ. Σημίτη -ιδίως δε από τον οικονομικό σύμβουλό του και μετέπειτα υπουργό Ν. Χριστοδουλάκη-, την αδυναμία του πρωθυπουργού να ελέγξει την αντίστασή τους («μα, κ. Αγγελοπούλου, αυτοί είναι οι άνθρωποί μου» της λέει, όταν εκείνη διαμαρτύρεται) και πώς ξεπέρασε τα εμπόδια, χάρη στην προθυμία του συζύγου της να αναλάβει εκείνος τα έξοδα της διεκδίκησης, καταβάλλοντας συνολικά 15 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία ουδέποτε του επεστράφησαν, παρά τις σχετικές υποσχέσεις.
Διασκεδαστική είναι η περιγραφή του τότε υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου, όταν αντελήφθη ότι η υποψηφιότητα της Αθήνας κέρδιζε έδαφος, και της μανιώδους, πλην μάταιης, προσπάθειας που κατέβαλε για να είναι μέρος της ομάδας παρουσίασης στη Λωζάννη.
Ο κ. Σημίτης επανέρχεται, όταν, εξαιτίας των καθυστερήσεων στην προετοιμασία, την επισκέπτεται στο σπίτι της στο Λονδίνο. Τον περιγράφει να παίζει με τους μικρούς γιους της, «τους οποίους διασκέδασε κάνοντάς τους ταχυδακτυλουργικά κόλπα» και της προτείνει να αναλάβει την ηγεσία της προσπάθειας. Θα δεχθεί, αφού επιβάλει τους όρους της και από εκεί ξεκινάει ένα μέρος του βιβλίου που συμπυκνώνεται στη φράση:
«Αν κάποιες φορές ήμουν «σκύλα» -και ήμουν- ήταν επειδή δεν είχα άλλη επιλογή». Απολαυστικό το περιστατικό της επίσκεψης του τότε Αμερικανού πρεσβευτή Τόμας Μίλερ, στις υπερβολικές απαιτήσεις του οποίου για τα μέτρα ασφαλείας του προέδρου Μπους απαντά λέγοντας στη γραμματέα της: «Πάρτε έξω αυτόν τον *** (jerk, στο πρωτότυπο) προτού γίνει το πρώτο θύμα». Οπως επίσης και ο καβγάς, που γίνεται παρουσία του πρωθυπουργού και προτού ξεκινήσει το υπουργικό συμβούλιο, επειδή κάποιος υπουργός (που δεν κατονομάζεται) έχει τολμήσει να πάρει την Hermes τσάντα της από τη διπλανή στον πρωθυπουργό θέση και να τη μεταφέρει στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Θα τη δούμε να εξανθρωπίζεται και πάλι με το τέλος των Αγώνων και τη συναντούμε ακόμη μια φορά να κλαίει, όταν μιλάει στον σύζυγό της για τη σοβαρή ασθένεια από την οποία κινδύνευσε η ζωή της μετά τους Ολυμπιακούς.
Το ελληνικό δράμα που αφηγείται η κ. Αγγελοπούλου είναι σε πρώτο επίπεδο το προσωπικό της, αλλά βαθμιαία ταυτίζεται με το δράμα της χώρας. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι, στο τελευταίο κεφάλαιο, το πρόβλημα ηγεσίας προσδιορίζεται ως το σημαντικότερο από αυτά που κατατρύχουν την Ελλάδα.
Ενδιαφέρον έχει, σχετικώς, η αποκάλυψη ότι, σε συζήτηση στο Μαξίμου με τον διευθυντή της εφημερίδας ιδιοκτησίας του ζεύγους Αγγελοπούλου, ο τότε πρωθυπουργός κ. Καραμανλής του εκμυστηρεύθηκε: «Η ευτυχέστερη στιγμή μου θα είναι όταν θα φύγω από αυτό το μέρος»…
Στο τέλος, η ίδια παρουσιάζεται πικραμένη να παρηγορείται με την πνευματική συντροφιά άλλων μεγάλων Ελλήνων που γνώρισαν την αχαριστία (αναφέρονται οι Σωκράτης, Καποδίστριας, Φειδίας, Τρικούπης, Βενιζέλος, ο Αλκιβιάδης) και εναπόκειται στον αναγνώστη να κάνει τη διασύνδεση που υπονοείται χωρίς ποτέ να εκφράζεται ρητώς. Άλλωστε, στην αφιέρωση του βιβλίου προς τον ελληνικό λαό, ο υπαινιγμός «σε ένα καλύτερο κεφάλαιο που θα γραφεί στο μέλλον» είναι αρκούντως σαφής.
Πηγή: Axia