Όταν πριν μέρες μου ήρθε το συγκεκριμένο γράμμα δεν πίστευα στα μάτια μου. Ειλικρινά προσπάθησα να απαντήσω στον αναγνώστη του blog μας που μπήκε στη διαδικασία να γράψει ή να αντιγράψει το συγκεκριμένο υλικό αλλά δεν τα κατάφερα.
Είναι γνωστό ότι πολλές φορές δημοσιεύω αυτούσια κείμενα των αναγνωστών μου. Αλλά αυτός ο τύπος που κάθισε να γράψει τόσες λέξεις… με εντυπωσίασε. Περιγράφει την ζωή του Πέτρου Κωστόπουλου.
Δείχνει μυημένος μη σας πώ… ότι εκτιμώ πως είναι και πρώην συνεργάτης του. Τι μου γράφει; Πολλά τα οποία μάλιστα μπήκα στη διαδικασία να διασταυρώσω και μοιραία έπεσα μέσα. Σε τί; Σε μια ιστορία ζωής με μεγάλο ενδιαφέρον καθώς έχει πολλά κενά!!!!!
«Ο μικρός Πέτρος ήταν ένα τυπικό παιδί της ελληνικής επαρχίας. Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια του μόχθου στην περιοχή του Βόλου, η οποία δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Ο πατέρας επαγγελματίας του βολάν (σε γκρι χρώμα τότε), η μητέρα κατά βάσιν οικιακά.
Δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο και αυτό στοίχιζε στον μικρό Πέτρο, του οποίου η ψυχή εφλέγετο για τα μεγάλα, τα πολυτελή και τα υψηλά…Η λαϊκή του καταγωγή τον στοίχειωνε. «Εγώ είμαι για μεγάλα πράγματα» έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του ο ακαλαίσθητος και χονδροειδής στους τρόπους έφηβος, επιχειρώντας να γίνει δεκτός στον «καλό κόσμο» της θεσσαλικής πόλεως για αρχή–και μετά βλέπουμε…
Εντελώς ακαλλιέργητος, τριγύριζε με μακριά μαλλιά-είχε τότε τρίχα μπόλικη και θυσανωτή- στενό τζιν και μαύρο σκαρπίνι με λευκή αθλητική κάλτσα δώθε–κείθε, βαρώντας μύγες της Θεσσαλικής πόλεως.
Ασχολήθηκε και με το γουότερ πόλο (για να το γράψουμε στην ελληνοαγγλική / ελληνοχωριάτικη version που καταλαβαίνει καλύτερα ο Πέτρος…) με στόχο τη σχετική φιγούρα στα κορίτσια. Ο αγροίκος χαρακτήρας του ταίριαζε με τη βαθύτερη σκληρότητα (κάτω από το νερό) του συγκεκριμένου αθλήματος. Η εφηβεία του συνέπεσε με τη δημιουργία και γιγάντωση του κύματος της «Αλλαγής» και ο Πέτρος βρήκε επιτέλους αυτό που εξέφραζε τις μύχιες επιθυμίες του, την πραγματική του ιδιοσυστασία, αλλά και το όχημα για να του προσδώσει μια κάποια οντότητα, αφού βίωνε την επαρχιώτικη καταγωγή του ως άχθος και επιθυμούσε να ξεχωρίσει.
Το ΠΑΣΟΚ των καταφρονεμένων που γυάλιζε, όμως, το μάτι τους για εξουσία ταίριαζε γάντι στους πόθους του φιλόδοξου και συμπλεγματικού Πέτρου…
Ξεκωλώθηκε, λοιπόν, στην αφισοκόλληση εκεί, στους κακοτράχαλους δρόμους και δρομίσκους του Βόλου, αντιμετωπίζοντας τον «Μεγάλο» σαν Θεό. «Έτσι θέλω να γίνω κι εγώ, σαν τον Ανδρέα» έλεγε και ξανάλεγε, φαντασιωνόμενος μεγαλεία, παράδες και λιλιά.
Παρακολουθούσε τις μεγάλες συγκεντρώσεις της εποχής στην ασπρόμαυρη τηλεόραση Telefunken της οικογένειας και φαντασιωνόταν τον εαυτό του στη θέση του ομιλητή να τον επευφημούν οι μάζες…
Επίσης, πίεζε φορτικά τη μητέρα του να «αποκαθηλώσει» τον πίνακα του «γέρου με το τσιμπούκι» από το σαλονάκι και να τον αντικαταστήσει με κορνιζαρισμένη αφίσα του Ανδρέα με το τσιμπούκι…
Έντονος ο πόθος της αναγνώρισης για τον νεαρό Πέτρο, έντονο βέβαια και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον κατέτρυχε. Το ατόφιο λαϊκό ρεύμα που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία μίλαγε στην καρδιά του Πέτρου. Ήταν η εκδίκηση των μαζών που ήταν στην απέξω και τώρα θα έπαιρναν την εκδίκησή τους.
Πήξαμε στα λαχανί και παρδαλά ιδρωμένα πουκάμισα, τα γένια και τα μουστάκια. Άρχισε η μεγάλη εποχή της ελληνικής ακμής, όπου μπορούσες να βρεις να στρογγυλοκάθονται στις υπουργικές καρέκλες έναν Τζουμάκα, έναν Βερυβάκη, έναν Βασίλη Κεδίκογλου, έναν Βαγγέλη Γιαννόπουλο…Η σπουδαιότερη χώρα του κόσμου, η χώρα του ούζου, το ελαιολάδου και του μουσακά, έμπαινε σε ένα τούνελ ακμής και υψηλού γούστου, από το οποίο δεν θα έβγαινε ποτέ…
Τα ένσημα που κόλλησε ο Πετράκης στις αφισοκολλήσεις τον έφεραν στις Βρυξέλες, έχοντας περάσει, εν τω μεταξύ, από το Παρίσι, όπου είχε πάει να κάνει μεγάλη ζωή, να δει εκ του σύνεγγυς τη λάμψη που έβλεπε στις τηλεοράσεις και τα περιοδικά της εποχής (και, επί τη ευκαιρία, να πάρει και κανένα πτυχίο στην πολιτική οικονομία).
Διέπρεψε ως παχυλόμισθος της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, όπου ο πασοκικός μηχανισμός τον είχε τοποθετήσει για να καθοδηγήσει και αυτός το ευρωπαϊκό όραμα…Μια τυχαία συνάντησή του με τον sui generis εκδότη Άρη Τερζόπουλο και ένα μεταξύ τους στοίχημα τον έφερε στην Αθήνα να εκδίδει το περιοδικό ΚΛΙΚ. Αρχικά ενδιαφέρον ως πείραμα, σε μια χώρα που είχε περιοδικά όπως το Φαντάζιο και το Ρομάντζο…
Η υπόθεση ξεκίνησε καλά, αλλά με τον ακαλλιέργητο Πέτρο στο τιμόνι η κατάληξη ήταν προδιαγεγραμμένη. Το κλίμα έγινε γρήγορα βαρύ εντός του περιοδικού (και του μετέπειτα δημιουργηθέντος ομοτίτλου ραδιοφωνικού σταθμού), αφού δύσκολα σοβαρός και με σπονδυλική στήλη άνθρωπος μπορούσε να ανεχθεί για πολύ τις κόνξες και τις ναπολεόντειες συμπεριφορές του εραστή-εκδότη της συμφοράς.
Εξ ου τα νεύρα και οι ουκ ολίγες αποχωρήσεις…Από το new journalism και τον Μax Headroom, γρήγορα το περιοδικό έγινε ο καθρέφτης των βαθύτερων χαρακτηριστικών του διευθυντού του, αλλά και αντανάκλαση μιας κοινωνίας σε κρίση, με τον εγωτισμό, τον παχυδερμισμό και τη λιγουρίαση σε πρώτο πλάνο…Πιπεράτα σεξουαλικά θέματα, ΙΝ και OUT, χυδαιολογίες, εξυπνακισμοί – το παιδί από τον Βόλο βάλθηκε να δείξει στον κόσμο της Αθήνας (τον οποίον κατά βάση φθονούσε) τρόπο ζωής.
Έτσι, σταδιακά, το περιοδικό αυτό απετέλεσε το όχημα του μεγαλύτερου εκχυδαϊσμού που γνώρισε η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Εξέφρασε όλη την γλυκιά αποχαύνωση και οπισθοδρόμηση των κοινωνικών ομάδων που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (και το αντίστροφο). Μπουζούκια, γαρύφαλλα, λεκτικός τραμπουκισμός, καθώς πρέπει σκυλούδες, γυμνάστριες, ποδόσφαιρο, φιγουρατζίδικα αυτοκίνητα, κώλοι βυζιά και αδερφές. Και όχι νοσοκόμες.
Από τα «ψαγμένα» θέματα και την αισθητική αναζήτηση κατέληξε στο worship του κώλου της τάδε γυμνάστριας και των βυζιών της δείνα ηθοποιού…Το περιοδικό, βέβαια, στάθηκε και έγινε σημείο αναφοράς, χάρη στη στήριξη του εκδότη του, Άρη Τερζόπουλου (τη σύζυγο του οποίου Λάουρα πολύ «εθαύμαζε» ο νεόκοπος «λαϊφσταϊλίστας» απ’ τον Βόλο).
Τα μυαλά, όμως, του Πετράκη πήραν αέρα μπόλικο και θέλησε να γίνει ο ίδιος εκδότης. Διέλυσε, λοιπόν, ουσιαστικά το παλιό μαγαζί για να ανοίξει δικό του. Στα εκδοτικά, ο ποιοτικός κατήφορος δεν άργησε να έρθει με τα Down Town και τα Nitro, αντανακλώντας, βέβαια, και τα βαθύτερα και αληθινά χαρακτηριστικά της ψυχοδομής και του γούστου του ακόρεστου για απολαύσεις και μεγαλεία Πέτρου…
Στα αμιγώς επιχειρηματικά δεν θα μπούμε. Είναι ανιαρά και δεν ενδιαφέρουν το κοινό. Εκείνο που μετρά είναι ότι, δελεάζοντας, με την «κωλάδικη» λάμψη των Μέσων της πλάκας που κατέχει, κάποιους οικονομικά ισχυρούς, κατάφερε ένα μέρος της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας (και αυτό λέει πολλά τόσο για τη χώρα όσο και για τις «ελίτ» της) να του εξασφαλίσει κεφάλαια και χρηματοδοτήσεις για να περνάει ο ίδιος ζωή και κότα. Ο βαθύτερος στόχος είχε επιτευχθεί.
Το βλαχαδερό από το Βόλο, με τον λόγο που μοιάζει με λόξιγκα και με τη βαριά, εκνευριστική θεσσαλική προφορά (που τα «ο» τα μετατρέπει σε «ου» τρώγοντας ταυτοχρόνως τα φωνήεντα και την οποία, χρόνια τώρα, δεν κατόρθωσε να αποβάλει – μια προφορά που μόνο γραφικότητα και θυμηδία αποπνέει), πέτυχε. Τα είχε καταφέρει (α λα ελληνικά). Από τις άσπρες συνθετικές κάλτσες με τα φτηνά σκαρπίνια πέρασε στα Rossetti, από τα μηχανόβια Perfecto στα Cavalli, από τα «μάλμπουρο» που τα στερέωνε στο διπλωμένο μανίκι του (φτηνού) μακό, στα πούρα, από τα clubs στα μπουζουξίδικα…
Οι εκδρομές πια δεν αφορούσαν τα γραφικά χωριά του Πηλίου, αλλά τα Aspen στα Colorado (και, φυσικά, την αναπόφευκτη Μύκονο). Και οι Τάκηδες και Λάκηδες από το Βόλο, αντικαταστάθηκαν με Γιάννες και Κοκκαλαίους. Μαζί με τον βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα–κι ο Πέτρος ήταν γλάστρα ογκώδης, χοντροκομμένη, αλλά και ανθεκτική.
Αφού «φτιάχτηκε» κάπως οικονομικά και κοινωνικά, αποφάσισε και να νοικοκυρευτεί, σε μια επίδειξη αφόρητου κομφορμισμού, αναντίστοιχου, βέβαια, με τα όσα τάιζε του αφελείς αναγνώστες του, που αντιμετώπιζαν αυτόν σαν τοτέμ και τις απόψεις του σαν ευαγγέλιο. Η σύζυγός του δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά από τον χώρο των μοντέλων.
Η Τζένη Μπαλατσινού, ένα καλό και ήσυχο ξανθό κορίτσι, μοντέλο τότε, επρόκειτο να είναι ο άνθρωπος που θα ανεχόταν στωικά, εφεξής, τον εκρηκτικό χαρακτήρα του, τις εξάρσεις και τα νεύρα του… Ο άριστος σε όλα (όπως του αρέσει να αυτολανσάρεται) δημοσιογράφος-εκδότης απ’ τον Βόλο, δοκίμασε την τύχη του και στην TV, την οποίαν, κατά τα άλλα, σνόμπαρε.
Την είδε, βέβαια, και gourmet ο Πέτρος, ενώ όλο το αθηναϊκό άστυ γελά με τις δήθεν πρωτοποριακές συνταγές ενός κατά φαντασίαν σεφ, αλλά στην πραγματικότητα απλού, ερασιτέχνη μάγειρου. Αυτός ο άντρας με τα όλα του, το «απόλυτο αρσενικό», ο ανταγωνιστής του Στέφανου Ορφανίδη με την ανάγκη της αυτοδιαφημιστικής επιβεβαίωσης, είχε πάντα ένα πρόβλημα–ένα πρόβλημα που του χαράκωνε την ευαίσθητη και φιλόδοξη ψυχή του: τα μαλλιά του…
Πολλοί τον θυμούνται να θρηνεί για τα τρίχες που χάνονταν, για να προστεθεί, λίγα τέρμινα αργότερα, και το απεχθές γκριζάρισμα. Ο Πέτρος, όμως, δεν ήταν άνδρας για ημίμετρα. Με μια αποφασιστική κίνηση, σαν ένας μικρός βολιώτης σίφουνας Άζαξ, επέλεξε λύση δραστική: εμφύτευση καραμπινάτη και μπογιάτισμα σε κομοδινί απόχρωση…Τώρα πια όλα ήταν εντάξει.
Ζήτησε και έλαβε από την επιστήμη πίστωση χρόνου. Το γήρας, η φθορά, μπορούσαν να περιμένουν λιγάκι, προτού ξανα-εμφανίσουν ευκρινώς τα σημάδια τους. Το ταπεινής καταγωγής αλλά φιλόδοξο και ακόρεστο παιδί από τη θεσσαλική γη είχε κάνει και πάλι το θαύμα του…Αυτό ήταν το πορτρέτο του Πέτρου Κωστόπουλου, του γκουρού της αισθητικής της πασοκικής νεοελλάδας…»
Κι αυτός ο τυπάκος που για κάποιους είναι μάγκας καθώς απολαμβάνει το βήμα που κάποιοι του χαρίζουν βγήκε, αφού εκκρεμούν τόσες υποθέσεις στα δικαστήρια με απλήρωτους εργαζομένους του να κράξει τον Βερύκιο. Έναν Βερύκιο που είπε αλήθειες αλλά με λάθος τρόπο…
Ε.. σε αυτή την Ελλάδα ζούμε…