Σας γράφω στις 06,07 το πρωϊ. Όλο το βράδυ χθές δεν κατάφερα να κλείσω μάτι παρά το γεγονός ότι επέστρεψα στο σπίτι μου στις 23.40 απο αυθημερόν ταξίδι για ρεπορτάζ στη Λάρισα. Η εικόνα ενός αβοήθητου παιδιού της Στέλλας που βρέθηκε νεκρό μέσα σε κάδο σκουπιδιών, με συγκλόνισε. Πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί ένας αστυνομικός να σκοτώσει τόσο εύκολα το παιδί του; Και όχι απλά να το σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια αλλά να το πετάξει σε κάδο σκουπιδιών;
Απο την υπόθεση του Δουρή στην υπόθεση της Αγίας Βαρβάρας. Είναι αντριχιαστικό. Είναι Φρίκη. Είναι το χειρότερο θέμα που καλούμαι να διαχειριστώ. Δυστυχώς μέχρι το επόμενο.
Και κάνω λάθος. Κάνω λάθος διότι αφήνω τα συναισθήματά μου να κυριαρχήσουν. Κι αυτό για την δουλειά μας είναι λάθος.
Οι δάσκαλοί μας στη δημοσιογραφία ήταν κατηγορηματικοί. “Όχι συναίσθημα. Ποτέ συναίσθημα. Μόνο την είδηση”. Αλλά πώς να γράψεις μόνο την είδηση; Τι να γράψεις παραπάνω;
Πώς μπορείς να μην νιώσεις οργή; Χωρίς συναίσθημα δεν ζείς. Ακόμη κι όταν αυτό είναι η οργή.
Αλήθεια ρε ψευτόμαγκα. Σε σένα γράφω. Σε σένα που ήσουν Πα-τέρας.
Πώς νιώθεις σήμερα; Νιώθεις δυνατός και πάλι ε; Επέβαλες την εξουσία που εδώ και χρόνια δεν μπορούσες να ασκήσεις μιας και δεν φορούσες πλεόν στολή ε;
Πώς νιώθεις που απο σήμερα δεν θα ξαναπάρεις αγκαλιά το κοριτσάκι σου;
Πως νιώθεις που σταμάτησες με τα ίδια σου τα χέρια την καρδιά του;
Πώς νιώθεις που δεν θα μυρίσεις και πάλι την μυρωδιά του;
Πόσο ντροπή μπορεί να νιώθεις που μπέρδεψες την ανάσα της με τα σκουπίδια της ψυχής σου;
Πώς νιώθεις πώς με τον τρόπο αυτό εκδικήθηκες την γυναίκα σου;
Αλλά τι λέω. Αυτά για να τα νιώσεις πρέπει να έχεις συναισθήματα. Κι εσύ το μόνο που είσαι… ανάξιε, άθλιε δολοφόνε… είσαι σκουπίδι.
Όπως αυτά πάνω στα οποία άφησες το άψυχό κορμί της Στέλλας…