Το έγραψε κι αυτό το καλοκαίρι που μας πέρασε. Λές και το ήξερε. Λίγο μετά τον ερχομό του Αη Βασίλη ο Βασίλης “έφυγε”. Θα μπορούσα να γράφω χιλιάδες λέξεις για τον σκληρό της νύχτας. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον μοναδικό σκληρό με αρχές στη νύχτα πρίν απο 15 μπορεί και παραπάνω χρόνια. Σε ένα παταράκι στο νυχτερινό κέντρο “πλατό”.
Ανεβήκαμε μαζί μια κυκλική σκάλα και καθίσαμε για αρκετή ώρα σε ένα στενό γραφείο πάνω απο τα καμαρίνια. Στην ζώνη του στο πίσω μέρος του παντελονιού του καρφωμένο ένα Glock. Κουβαλούσε “κουμπούρι” πάντα απο μικρός . Έπαιρνε πάντα τα μέτρα του. Αφορμή της κουβέντας; Μια ακόμη εκρεμμότητα που είχε εκείνη την εποχή στις αρχές του μιλένιουμ με την δικαιοσύνη τα ξεκαθαρίσματα και τον πόλεμο των “νονών”. Ήταν πάντα “ζωσμένος”. Πάντα έτοιμος.
Κι αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πώς και γιατί δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Να παραδόθηκε στην μοίρα του; Ποτέ. Να προδόθηκε; Ποιος ξέρει.
Δεν τα γράφω για να κάνω κάποιας μορφής επικήδειο ή να αγιοποιήσω το Στεφανάκο. Τα γράφω διότι ένιωσα την ανάγκη να το κάνω για έναν άνθρωπο που σε μένα φέρθηκε και του φέρθηκα σπαθί. Παντελονάτα. Σε ένα αλάνι που ακόμη και τον θάνατο του τον περιγελούσε και τον “γλένταγε”.
Καλό ταξίδι Βασίλη. Λίγοι μείναμε “σπαθάτοι” στην πιάτσα. Θα μου λείψουν οι κουβέντες μας και οι συμβουλές σου…