Η καρδιά… η ψυχή… η ενέργεια του κάθε καλλιτέχνη κρίνεται και αξιολογείται όχι τόσο από τα γεμάτα μαγαζιά, τα σουξέ και τις επιτυχίες. Αλλά από τις επιλογές εκείνες που στο τέλος της καριέρας μένουν. Μένουν στην ιστορία τόσο τη δική του αλλά και γενικότερα της Ελληνικής μουσικής. Όσοι διαβάζεται φανατικά το blog μου… ξέρετε τη θέση μου απέναντι στο παραδοσιακό τραγούδι. Ξέρετε πόσο το στηρίζω. Όχι μόνο εγώ αλλά και όλες οι τελευταίες έρευνες κοινωνικού χαρακτήρα που δείχνουν την τάση του έλληνα να επιστρέφει σε αυτό όταν η κοινωνία διέρχεται κρίση.
Τα παραδείγματα δεν είναι μόνο τωρινά. Αλλά και στο παρελθόν.
Η ρίζα μου μπορεί να είναι Θρακιώτικη αλλά για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω και δεν έχω ακόμη καταλήξει… κάθε φορά που ακούω κεμεντζέ ανατριχιάζω. Θυμάμαι λίγα από τον Παππού μου το Νάσο . Θυμάμαι περιγραφές από τις χαμένες πατρίδες… θυμάμαι ξεριζωμό, θυμάμαι προσφυγιά αν και πολύ μικρότερος από τον ελλιπή ιστορικά αλλά ευρύεδρο … σε εικόνα Φίλη.
Θυμάμαι ωδές στις μάνες… θυμάμαι περηφάνια και αρχοντιά στους πατεράδες… θυμάμαι πόνο στα μάτια μικρών παιδιών και μια προσμονή και μια ελπίδα, ότι κάποτε τα παρχάρ και τα σπίτια θα επιστρέψουν στους νοικοκύρηδές τους.
Όλα αυτά είναι αποτυπωμένα, μελοποιημένα, τραγουδισμένα στα τραγούδια του Ποντιακού Ελληνισμού. Τραγούδια που δεν είναι mainstream και εμπορικά. Τραγούδια ωστόσο σημαντικά που κουβαλούν την ιστορία μας. Όπως κάποτε τα ρεμπέτικα την εποχή του μεσοπολέμου. Και τότε… η Ελλάδα ήταν σε μεγάλα ζόρια.
Δεν ξέρω αν ο Χρήστος Χολίδης κουβαλάει μέσα του τις παραπάνω ανάγκες. Ξέρω ωστόσο ότι τον δίσκο αυτό τον έκανε για τον πατέρα του. Για να τιμήσει τη ρίζα του. Και η εικόνα του πολεμιστή δίπλα στη φωτιά στέλνει ένα ακόμη σημαντικό μήνυμα. Ότι οι Πόντιοι, οι Έλληνες, όλοι μας έχουν υποχρέωση να παλεύουμε για να επιβιώσουμε. Άλλωστε : «H Ρωμανία κι αν επέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο».