«Έκοψα» την πολύ μεγάλη συνέντευξη του Τόνυ Σαραντίδη, Μελέτη Παπαθάνου και ο Βλάσση Γεωργάτου σε τέσσερα κομμάτια. Διαβάστε το δεύτερο απόσπασμα όπου τα τρία παιδιά αναφέρουν άγνωστες λεπτομέρειες για τα ταξίδια τους.
«Τα καλοκαίρια στη Σίφνο. Ήμασταν διακοπές στη Σίφνο που διατηρούν ένα εξοχικό εκεί. Ο Νίκος ήταν πάντα στις κουβέντες πολύ συγκεκριμένος. Η κάθε κουβέντα γι’ αυτόν δεν είχε ποτέ μεταφορική σημασία. Βρισκόμασταν για πρώτη φορά εκεί και καθόμασταν απέναντι. Συνήθως ο Νίκος καθόταν πάντα σε τραπέζια δίπλα μου, γιατί εγώ ήμουν πάντα το backup του σε οτιδήποτε έκανε. Ήξερε ότι ακόμα και άδικο να έχει ο Τόνυ θα τον υποστηρίξει. Οπότε δεν ήταν ποτέ μόνος του. Είχαμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και ήμασταν το απόλυτο δίδυμο. Του λέω: «Σε παρακαλώ πολύ, πέταξέ μου το τζατζίκι», εννοώντας να μου το μεταφέρει. Ο κάθε νορμάλ άνθρωπος θα μετέφερε το τζατζίκι από τον ένα στον άλλο, για να φτάσει το πιάτο μπροστά μου. Τελικά, μου το μετέφερε πετώντας το μου και τρώγοντάς το εγώ ‘στη μάπα’. Αυτό δείχνει πως μπορούσε να δημιουργήσει πανικό μέσα σε μια παρέα. Όλοι εμείς, που ήμασταν κολλητοί του, τον έχουμε ζήσει σε καλές και σε κακές στιγμές.Ειδικά στη Σίφνο, οι πλάκες οι οποίες έχουν γίνει δεν περιγράφονται. Ήμασταν όλοι διακοπές σπίτι του και γινόντουσαν ΟΙ πλάκες! Κατ’ αρχάς δεν μπορούσες να κοιμηθείς με τίποτα. Άμα ξυπνούσε ο Νίκος, έπρεπε να είναι στο πόδι όλοι μαζί του. Τελείωσε! Αλλιώς άμα δεν ξύπναγες, είχες ποινή. Τώρα τι ποινή, μπορεί να ήταν… οποιαδήποτε!Αυτό που έλεγε ο Νίκος στη Σίφνο ήταν ότι: «Εγώ κάνω διακοπές εδώ πέρα. Επειδή όλο τον καιρό στην Αθήνα τα βράδια δουλεύω, ξενυχτάω, όταν κάνω διακοπές, θέλω τα βράδια να κοιμάμαι και το πρωί να είμαι ξύπνιος». Επομένως το πρωί ξύπναγε 8 η ώρα και απαραιτήτως όλοι έπρεπε να ξυπνήσουμε στις 8. Χτύπαγε παράθυρα, παντζούρια, πόρτες…Απλώς ο τρόπος πάντα που θα έπρεπε να ξυπνήσεις, έπρεπε να είναι επεισοδιακός. Είτε αυτό σήμαινε ότι θα σου πέταγε κάτι πάνω σου, είτε ότι θα έπεφτε ο ήλιος πάνω σου…Στη Σίφνο έχουν έναν τρομερό καναπέ, που μετά από το μπάνιο ή από το φαγητό, πήγαινες σε αυτόν, διάβαζες ένα περιοδικό και σε έπαιρνε σίγουρα ο ύπνος. Όποιος έκανε το λάθος και τον έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, ‘δεν υπήρχε’. Μια φορά ο Τόνυ είχε φάει και όπως κοιμόταν ο κακομοίρης γυμνός από τη μέση και πάνω ο Νίκος του σκάει με όλη του τη δύναμη μία στην κοιλιά και ακούγεται ένα «πλατς» μέχρι τη Χώρα…Η μαμά του και ο μπαμπάς του μας έχουν σαν παιδιά τους…»