Ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος μοιράστηκε τις σκέψεις του και μια στιγμή απο την πολυτάραχη ζωή του στο protagon. Περιγράφει μια δική του Κυριακή. Πολύ διαφορετική από τις άλλες…Διαβάστε τον: «Κυριακή μεσημέρι κι ο Αττικός ήλιος, έπειτα από δέκα μέρες απουσίας του, προσπαθεί να λιώσει όσα κομμάτια μιζέριας μπορεί από τις ταράτσες και τα σοκάκια της βιασμένης πόλης. Ετοιμάζομαι να πάω για καφέ στην παραλιακή οφθαλμαπάτη (Γλυφάδα), αλλά πρώτα θέλω να περάσω απ την εκκλησία του Παλαιού Φαλήρου για να ξεγελάσω τις ενοχές μου αφήνοντας μια τσάντα με ρούχα και κουβέρτες για τους άστεγους. Διπλοπαρκάρω, ως γνήσιος Νεοέλληνας ακριβώς έξω απ΄ το ναό, με σκοπό να επιταχύνω όσο μπορώ τη διαδικασία και η ήδη προβληματική σχέση μου με τις θρησκείες και τους εκπροσώπους της να μη χρειαστεί να δοκιμαστεί περισσότερο.
Στην πρώτη, με το φωτοστέφανο, συνειδητοποιώ ότι, όσα αρνητικά κι αν έχει αυτή η χώρα, το φιλότιμο, το ψυχικό θάρρος και η ανθρωπιά δεν θα εκλείψουν ποτέ και ιστορικά το έχουμε αποδείξει σε όλους τους πολέμους που βιώσαμε, οπότε και σε αυτόν τον οικονομικό πόλεμο των ημερών μας θα προχωρήσουμε όλοι μαζί με το κεφάλι ψηλά ακόμη κι αν μας οδηγήσει σ’ ένα σύγχρονο Ζάλογγο.
Η δεύτερη όμως, με την τρίαινα, μου λέει ότι είναι εύκολο να δίνεις αυτά που δεν χρειάζεσαι πραγματικά, τα αποφάγια κυρίως της υπερκαταναλωτικής δεκαετίας που ζήσαμε κι όταν τελειώσει όλο το stock εμπόρευμα των σπιτιών μας θα επιστρέψουμε στον παρτακισμό και ωχαδερφισμό που τόσο καλά μας έμαθαν οι τελευταίες σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας.
Η απάντηση, ανεξάρτητα απ’ τη θέλησή της, θα δοθεί σύντομα έτσι και αλλιώς, αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, το μόνο σίγουρο είναι ότι ακριβώς κάτω απ΄ το Ιερό στο οποίο βρίσκομαι με τους ανιδιοτελείς εθελοντές, τους συγκαταβατικούς γεράκους, τα φρεσκοπαντρεμένα ζευγάρια και τους ρασοφόρους γκουρού, η μοναδική ερώτηση που υπάρχει δεν είναι αν πιστεύουμε στον Θεό, αλλά αν ο Θεός πιστεύει σ΄ εμάς…