Στις 24 Δεκεμβρίου 1985 ήταν η τελευταία φορά που έγραψα στο εφηβικό μου ημερολόγιο. Μαζί του μόλις είχαν τελειώσει και τα «χρόνια ξενοιασιάς» μιάς και είχαμε να αντιμετωπίσω τη μεγάλη περιπέτεια υγείας του πατέρα μου. Τελευταία σημείωση να μην ξεχάσω να πάρω τις τούρτες μου από το Fresh. Από τότε που άνοιξε ο Στέλιος Παρλιάρος το πρώτο boutique ζαχαροπλαστείο στην οδό Αναγνωστοπούλου, είχα καθιερώσει να παραγγέλνω μία τούρτα-καρδιά σοκολάτα για τη γιορτή μου και μία με φρέσκια κρέμα και φράουλες για τα γενέθλια μου, που έχουν μόνο μία ημέρα διαφορά μεταξύ τους… Δύο χρόνια πριν, το Δεκέμβριο του 1983, ήταν η εποχή που είχα σχεδόν αφήσει πίσω μου τα οικογενειακά καλέσματα και ήμουν έτοιμη να ντεμπουτάρω ως πρώιμο it-girl στη γιορτινή Αθήνα. Είχα παραγγείλει λοιπόν τις Fresh τούρτες μου για το κάλεσμα που είχα οργανώσει, ανήμερα Χριστουγέννων, με μεγάλο ζήλο, στην Bora Bora. Η Bora Bora, στο υπόγειο της οδού Σούτσου, είχε μόλις πάρει τη σκυτάλη από την Αυτοκίνηση, τη θρυλική ντισκοτέκ όπου γιορτάζαμε μέχρι τότε παριστάνοντας τους μεγάλους, τρώγοντας φιλετάκια αλά κρεμ και φορώντας φούστες σαν αερόστατα από την Contessina. Τότε, είχα επιμεληθεί το πρώτο «κοσμικό» μου πάρτι. Ένιωθα πως μεγάλωνα και για να παραστήσω καλύτερα τη μοιραία γυναίκα αποφάσισα ότι, αντί για τα συνηθισμένα μαύρα βελούδινα little dresses του Ασλάνη, θα φορέσω λευκά. Ανακάλυψα μία μπουτίκ στην οδό Ξάνθου με εντυπωσιακά μίνι χλιδάτα φορέματα και επένδυσα σε ένα λευκό- ασημί στράπλες με δύο μεγάλα φύλλα για φούστα (βλ.φωτο).Ντύσιμο «υπηρέτριας», όπως το χαρακτήριζε ο πατέρας μου – και δεν άργησα να καταλάβω το γιατί. Το status quo απαιτούσε την εξασφάλιση ενός από τα δύο μεγάλα τραπέζια, δίπλα στους uber cool ιδιοκτήτες- τον Αλέκο, την Γκάμπι, τον Γιάννη και τη Ρίτσα- τον καλλονό της εποχής Μανώλη Κονιωτάκη, τον Προκόπη Παυλόπουλο, τον Τέρι με τη σφυρίχτρα και το Λεωνίδα Γουλανδρή. Είπα να εντάξω ως συνεορτάζοντα τον Χρήστο Παπαζή, προκειμένου να μοιραστούμε τα έξοδα και να γίνει περισσότερος ντόρος.
«Θα αδειάσουμε τις κάβες!» μου, δήλωσε ενθουσιασμένος. Έτσι καταφθάσαμε, εγώ με το λευκό trash φόρεμα μου, η κολλητή μου, Βένια Δημητρακοπούλου, με μαύρο, βαμμένες άσπρες σαν μάσκες καμπούκι με άψογο eyeliner από τον Νίκο Μπιτζάνη. Ανοίγαμε σαμπάνιες ανεξέλεγκτα, σημαδεύοντας τις χριστουγεννιάτικες μπάλες ντεκόρ με τις οποίες είχαν στολίσει όλο το ταβάνι του μαγαζιού. Μέχρι που τελείωσαν. «Κλέψατε καμιά τράπεζα;», ρώτησε ο Παύλος Βαρδινογιάννης που καθόταν από κάτω. Με τις άδειες πια coups de champagne στο χέρι, τα σκουλαρίκια του Anemone –σούπερ τρέντι κατάστημα faux bijoux στην οδό Τσακάλωφ- να λαμπιρίζουν και τα νέο-ρομαντικά ξασμένα μαλλιά να ανεμίζουν, περιμέναμε τη μεγάλη στιγμή. Τα φώτα έσβησαν και ξεκίνησε το Happy Birthday της Μέριλιν Μονρόε. Άρχισαν να περνάνε σαν πομπή οι ανναμένες καρδιές του Fresh. Προσγειώθηκαν με στυλ στα γυάλινα τραπέζια, έσβησα τα κεριά ευτυχισμένη που επιτέλους μεγάλωνα και καταχειροκροτήθηκα. Οι φίλοι μου γραβατωμένοι, στη φλώρικη και καθώς πρέπει version τους, μου ευχήθηκαν με αγκαλιές και φιλιά. Μόλις όμως πήγαμε να κόψουμε τη γενέθλια τούρτα, το πάρτι άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα. Ο Θοδωρής Κουλουβάτος πετάχτηκε από τη θέση του και κάτω από τον ψεύτικο φοίνικα με τα πολύχρωμα λαμπάκια, άρχισε να βρίζει δυνατά τον Κωνσταντίνο Λεμό. Σηκώθηκε ο Κωνσταντίνος για αντεπίθεση, μπήκε και ο Μιχάλης Ζαμάφτας στη μέση να τους χωρίσει- εις μάτην όμως. Η σκηνή έκλεισε σαν φινάλε ελληνικής ταινίας, όπου ο Θοδωρής με τα γαλάζια του μάτια να πετάνε φωτιές, σηκώνει τη λευκή καρδιά και την εκσφενδονίζει στα μούτρα του Κωνσταντίνου. Με τη βοήθεια του Κωνσταντίνου Τσεκλένη, γλίτωσα από θαύμα το φόρεμα, μεταπηδώντας στο διπλανό τραπέζι. Αφήνοντας τα εορταστικά μου συντρίμμια και τους «ανώριμους» φίλους μου πίσω, έκατσα με την παρέα των μεγάλων που γελούσαν με τα καμώματα μας. Τα εφηβικά μου μάτια ποτέ δεν θα ξεχάσουν τις jet set εξτραβαγκάντζες του Λεωνίδα Γουλανδρή, που έπινε σαμπάνια από τις Walter Steiger γόβες των κυριών της παρέας.
Από «Τα καλύτερα μας parties» / Life&Style Ιανουάριος 2010